- γαμήλιος
- -α, -ο (AM γαμήλιος, -ον)αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμοαρχ.1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς)το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν. θυσία)θυσία που προσέφερε ο νιόπαντρος άνδρας όταν έφερνε στη φατρία του τη νεαρή σύζυγο4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμήλιατο σύνολο τών τελετών και εκδηλώσεων τών σχετικών με τον γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. με αβέβαιο σχηματισμό. Πιθανώς προέρχεται από αμάρτυρο όνομα που σχηματίστηκε από το θέμα του γαμέω με παρέκταση σε -λ. Από την ίδια πηγή προήλθε πιθ. ο ποιητ. σε -ευμα άπαξ μαρτυρημένος τ. γαμήλευμα].
Dictionary of Greek. 2013.